κοπανον

κοπανον
    κόπανον
    κόπᾰνον
    τό меч или секира
    

(ἀνδροδάϊκτον Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοπανον" в других словарях:

  • κόπανον — vessel for braying neut nom/voc/acc sg κόπανος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπάνου — κόπανον vessel for braying neut gen sg κόπανος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπάνων — κόπανον vessel for braying neut gen pl κόπανος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπανα — κόπανον vessel for braying neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • επικόπανο — το (Α ἐπικόπανον) [κόπανον] σκληρό και χοντρό ξύλο που πάνω του οι κρεοπώλες και οι μάγειροι κόβουν, λειανίζουν το κρέας …   Dictionary of Greek

  • ιγδοκόπανον — ἰγδοκόπανον, τὸ (Α) το γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγδις + κόπανον] …   Dictionary of Greek

  • κοπανίζω — (ΑM κοπανίζω) [κόπανον] χτυπώ με τον κόπανο νεοελλ. φρ. «κοπανίζω αέρα» αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις νεοελλ. μσν. 1. χτυπώ κάτι στο γουδί και τό συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια») 2. χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • κοπανιά — η (Μ κοπανιά) 1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο 2. τραύμα από χτύπημα 3. φορά 4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά 5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή β) μια για πάντα, μια και καλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. ιά (πρβλ. κλοτσ ιά σφυρ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • κόπανος — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.144 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναούσης του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Βέροιας. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανθεμίων. Ανάμεσα στον οικισμό του Κ. και στην πόλη της Ναόυσας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»